δωροφορος

δωροφορος
    δωροφόρος
    2
    Pind. = δωροφορικός См. δωροφορικος

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "δωροφορος" в других словарях:

  • δωροφόρος — δωροφόρος, ον (AM) 1. αυτός που προσφέρει δώρα 2. ο φόρου υποτελής …   Dictionary of Greek

  • δωροφόρος — bringing presents masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωροφόρον — δωροφόρος bringing presents masc/fem acc sg δωροφόρος bringing presents neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωροφόροι — δωροφόρος bringing presents masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωροφόροις — δωροφόρος bringing presents masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωροφόρου — δωροφόρος bringing presents masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωροφόρους — δωροφόρος bringing presents masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»